- οὐλόταται
- οὐ̱λόταται , ὅλοξfem nom/voc superl pl (ionic)οὐ̱λόταται , οὖλος 1wholefem nom/voc superl plοὐ̱λόταται , οὖλος 2woollyfem nom/voc superl plοὐ̱λόταται , οὖλος 3destructivefem nom/voc superl pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.